7/3/07



Το τικ-τακ του ρολογιού την ξύπνησε απότομα από την κατάδυση στις σκέψεις της.

Θαρρείς και μπλέχτηκε με τους άτακτους χτύπους της καρδιάς της.

Πήρε μιαν ανάσα βαθιά, για να βεβαιωθεί πως το οξυγόνο μπορούσε ακόμη να κυκλοφορήσει στους πνεύμονές της και να της δώσει ζωή.

Κοίταξε τους δείκτες του ρολογιού.

Αναστέναξε μελαγχολικά από τα φυλλοκάρδια της.

Πόσο γρήγορα περνάει ο χρόνος.

Σκληρά και αδυσώπητα.

Μήπως αν ζούσαμε την κάθε στιγμή να βρίσκαμε τον τρόπο να περνά ο χρόνος φυσιολογικά, με λογική ταχύτητα, και να μη νιώθαμε πως χάνουμε, χάνουμε, χάνουμε...;

Ο μικρός δείκτης σταθερά κολλημένος στην ώρα, όπως η σκέψη της σταθερά κολλημένη σ'εκείνον...

Ο μεγάλος δείκτης των λεπτών και εκείνος ο φρενήρης των δευτερολέπτων, απλές παρεμβολές που την αποσπούσαν από τη λατρεμένη εικόνα...

Και οι τρείς, όμως, έκαναν τον κύκλο τους, με ένα κοινό και σταθερό άξονα...

Έτσι κι εκείνη, έβλεπε τα πάντα στη ζωή της να κάνουν ένα κύκλο, με κοινό και σταθερό άξονα εκείνον...

Προσπαθούσε να βάλει τη λογική της να δουλέψει.

Να πάει κόντρα στην ευαισθησία, στο συναίσθημα, στο πάθος, στην αγάπη.

Αδύνατο.

Φενάκη.

Με τα ελάχιστα ψήγματα λογικής που μπορούσε να ανασύρει από το μυαλό της, τραβώντας το κουρτινάκι μεταξύ καρδιάς και μυαλού, προσπάθησε να μπει στη θέση του, στις ανησυχίες του, στα άγχη του...

Να σταθεί δίπλα του στα πάντα.

Γυναίκα, Μάνα, Αδελφή, Φίλη, Ερωμένη, Κορίτσι...

Τον καταλάβαινε.

Δεν είναι πως δεν τον καταλάβαινε.

Πάντα έπιανε και την παραμικρή αλλαγή και ήξερε πού οφειλόταν, ασχέτως αν ο παράγοντας παράλογο, σαν σαράκι, της πιπίλαγε το μυαλό...

Ασυναίσθητα, κούνησε το χέρι της μπροστά στο πρόσωπό της, σαν να έκανε αέρα ή να προσπαθούσε να διώξει ένα ενοχλητικό έντομο... σαν να ήθελε να διώξει τις ίδιες απαισιόδοξες σκέψεις και τις ανασφάλειες που ξεφύτρωναν στην καρδιά της σαν αγριόχορτα...

Έπρεπε να λειτουργήσει με την ακρίβεια επιμελούς κηπουρού: να ξεριζώσει τα αγριόχορτα και να περιποιηθεί τα άνθη. Να τα ποτίσει. Να τους βάλει λίπασμα. Να τα κανακέψει με λόγια αγάπης και τρυφερότητας, ανεξάρτητα από τις αντίξοες καιρικές συνθήκες που λειτουργούσαν σαν τροχοπέδη στην ανάπτυξή τους... Να αγγίξει τους μίσχους τους και τα φυλλαράκια απαλά, να μην τα πληγώσει. Να πιστέψει σ'εκείνα. Στη δύναμή τους. Στην ομορφιά τους. Να μην πτοηθεί. Να βρει υπομονή, να πιαστεί και να πιστεύει. Να μη χάσει την πίστη και την ελπίδα. Φόβοι και ανασφάλειες, να τα κλωτσήσει μακριά...

Ασυναίσθητα κοίταζε τόσην ώρα έξω από το παράθυρο τα δέντρα και τα λουλούδια. Το μάτι της έστεκε τόσην ώρα στο πιό αδύναμο απ'όλα, αλλά η εικόνα ήταν θολή: τόσην ώρα, απλά κοίταζε, δεν έβλεπε. Απλά ακουμπούσε, δεν εστίαζε. Ακριβώς όπως ο φωτογραφικός φακός.

Έκανε ζουμ και εστίασε.

Και τότε το είδε... Είδε το αδύναμό της, που όμως τού είχε περισσότερη αδυναμία απ'όλα, να πετάει το πρώτο του άνθος. Δειλά-δειλά, μα με το εντονότερο κόκκινο που είχε δει ποτέ της.

Μ'εκείνο, που μέσα στις εικόνες της δικής της φαντασίας, παρομοίαζε με το πάθος της για εκείνον... με το πάθος που ζούσαν μαζί...

Χαμογέλασε και σκούπισε τα δάκρυά της με την αναστροφή της παλάμης της.

Αναστέναξε βαθιά και ανασκουμπώθηκε...

Κίνησε προς τη θάλασσα, τη Μάνα, εκείνη που πάντα γαληνεύει την ψυχή και γεμίζει τα πνευμόνια με θάρρος, με αλήθεια, με δύναμη, με θέλω...

Δεν υπάρχουν σχόλια: