13/2/07

Για σένα, Αντώνη...



Σε λίγες ημέρες συμπληρώνονται σχεδόν δύο μήνες... Όλον αυτόν τον καιρό, προσπαθώ να κοντρολάρω τον εαυτό μου, τις σκέψεις και τα συναισθήματά μου. Προσπαθώ, μετά το σοκ την ημέρα που έγινε, μετά το αντίο δύο ημέρες μετά και μετά το επαναληπτικό αντίο σαράντα ημέρες μετά, να εξακολουθώ να πιστεύω πως είσαι απλά ταξίδι ακόμα... Ακόμα και τώρα που πήρα μία βαθιά ανάσα και έκανα την ανάγκη μου πράξη να σου γράψω, ο γνώριμος κόμπος από εκείνο το απόγευμα του Δεκέμβρη, έχει γραπώσει το λαιμό μου και προσπαθεί να μη με αφήσει να γράψω...

Όμως θα γράψω, Αντώνη. Γιατί με πνίγουν τα γιατί όταν η προσποίηση συνθλίβεται από την τραγική συνειδητοποίηση της πραγματικότητας. Όταν ξέρω πως έχω να σε δω και να σε ακούσω δύο μήνες. Και πως δεν θα σε δω ξανά, ούτε θα σε ακούσω....

Είμαι πολύ θυμωμένη μαζί σου, Αντώνη. Πάντα σου φώναζα και σου έλεγα να προσέχεις. Πάντα σου έλεγα πως θέλω και τους δύο μπαμπάδες κοντά μου, και τον κανονικό μου και εσένα, μόνιμη δεύτερη, λατρεμένη πατρική φιγούρα στο σπίτι μας, πάντα με γέλια και χαρά. Και εσύ, με τη βεβαιότητα της πείρας και τη χαρά που βιώνες μακριά μας, μας την έκανες τη στραβή. Και άφησες πίσω σου πόνο, κόμπο στο λαιμό, αμέτρητα γιατί, θλίψη, ερημιά... Πού είναι το γέλιο σου?

Χάζευα τις προάλλες στο πατρικό μου τη φωτό σου από το καλοκαίρι, στον Βαρνάβα, που σου έβαλα gel στα μαλλιά, σου τα σήκωσα όρθια και σε τράβηξα φωτογραφία. Από τα ψαρέματά μας στην παραλία. Από τα μαγειρέματα. Τα γέλια μας τα βράδια στην ερημιά της νύχτας, κάτω από τον έναστρο Αυγουστιάτικο ουρανό, που μου έλεγες να κάνω ευχή αν τυχόν πέσει ένα αστέρι, και σου είπα πως έχω ήδη κάνει πέντε ευχές. Από τους αγώνες που βλέπαμε στην τηλεόραση και ουρλιάζαμε, αιώνιοι γάβροι, πορωμένοι μέχρι το κόκκαλο, με τα μυαλά στα κάγκελα για την ομάδα.

Όλοι πονάμε Αντώνη, και προσπαθεί ο ένας να μην το δείχνει στον άλλον. Άφησες τη Ρ., το αιώνιο συντροφάκι σου, τον Ν. και την Π. και τη μικρή Α., που δεν θα μεγαλώσει κοντά σε ένα χρυσάφι σαν και του λόγου σου. Τον Α., φίλοι από τα παιδικάτα σας, που κάθε φορά που τον κοιτάζω, ξέρω πόσο του λείπεις, και διαβάζουμε ο ένας τον πόνο στα μάτια του άλλου, σιωπηλά. Τη Μ., που το μόνο που είπε ήταν "θα μου λείψει ο φίλος μου" και μας κρατάει όλους να μην κλάψουμε άλλο. Ήταν εκείνη που μου είπε πως έφυγες. Δεν θα ξεχάσω τον πόνο της στιγμής. Οξύς. Μου έσκισε τα σωθικά. Μπόρεσα μόνο να ουρλιάξω, κοντεύοντας να τρελάνω τον Κ. μέχρι να καταλάβει τι έπαθα. Και δεν πρόλαβες να τον γνωρίσεις. Μόνο σε φωτό τον είχες δει, θυμάσαι? "Εγκρίνω", μου είχες πει μασημένα δήθεν, και πρόλαβα να δω τα μάτια σου να λάμπουν από χαρά και επιβεβαίωση. Και δεν πρόλαβες να έρθεις στο καινούριο σπίτι μετά τη μετακόμιση που ξεπατωθήκαμε όλοι "να ψήσουμε και να αράξουμε όλοι μαζί να δούμε καμιά μπάλα και να πιούμε τα κρασιά μας", όπως είχες πει. Ούτε προλάβαμε το καλοκαίρι να έμενες και να πηγαίναμε όλοι μαζί για μπάνια στη θάλασσα, πότε σε εμάς, πότε στον Βαρνάβα.

Σε σκέφτομαι κάθε μέρα και η καρδιά μου εύχεται οι άγγελοι να σου φέρονται καλά. Πάντα ακόυω το γέλιο σου και τη βροντερή σου φωνή. Πάντα θα ζεις μέσα μας, Αντώνη, φίλε, πατέρα, παππού, αδερφέ... Πάντα θα σε θυμάμαι με αγάπη του παιδιού προς τον πατέρα, πάντα θα θυμάμαι τα λόγια σου, τα αστεία σου, τα γέλια σου, τις ιστορίες σου, την καλοσύνη στα μάτια σου...

Για όλα τα καλοκαίρια, τους χειμώνες, για όλες τις εποχές που πιά δεν θα μοιραστούμε, η σκέψη μας σε σένα πάντα θα σε αγκαλιάζει και θα ζεις μαζί μας και μέσα από εμάς όλα τα γεγονότα της ζωής μας.

Για σένα, Αντώνη...

Δεν υπάρχουν σχόλια: